βράδυνση

βράδυνση
η [βραδύνω]
μείωση ταχύτητας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βράδυνση — η η ελάττωση της ταχύτητας: Η βράδυνση της κυκλοφορίας στο κέντρο της πόλης είναι εκνευριστική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”